εξήγηση — η (AM ἐξήγησις) [εξηγώ] 1. ερμηνεία, διασάφηση («ἐξήγηση τοῡ φαινομένου») 2. μετάφραση νεοελλ. φρ. «δίνω εξηγήσεις» δικαιολογώ μια πράξη μου αρχ. μσν. 1. διήγηση («τὴν ὑπὲρ τῶν προγεγονότων ἐξήγησιν», Πολ.) 2. ερμηνευτικά σχόλια κειμένου … Dictionary of Greek
ἐξηγήσῃ — ἐξηγήσηι , ἐξήγησις statement fem dat sg (epic) ἐξηγέομαι to be leader of aor subj mp 2nd sg ἐξηγέομαι to be leader of fut ind mp 2nd sg ἐξηγέομαι to be leader of aor subj mid 2nd sg ἐξηγέομαι to be leader of fut ind mid 2nd sg ἐξηγέομαι to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγήσηι — ἐξήγησις statement fem dat sg (epic) ἐξηγήσῃ , ἐξηγέομαι to be leader of aor subj mp 2nd sg ἐξηγήσῃ , ἐξηγέομαι to be leader of fut ind mp 2nd sg ἐξηγήσῃ , ἐξηγέομαι to be leader of aor subj mid 2nd sg ἐξηγήσῃ , ἐξηγέομαι to be leader of fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
διασάφηση — η (AM διασάφησις, εως) [διασαφώ] νεοελλ. 1. η εξήγηση, το να καταστεί σαφές κάτι 2. γραπτή λεπτομερής καταγραφή εμπορευμάτων που υποβάλλει ο έμπορος στις τελωνειακές αρχές αρχ. μσν. εξήγηση, ερμηνεία (κειμένου, ονείρου, κ.λπ.) … Dictionary of Greek
επεξήγημα — το [επεξηγώ] εξήγηση για πληρέστερη κατανόηση, πρόσθετη εξήγηση … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek